Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σασμός — ο, Ν βλ. σιασμός … Dictionary of Greek
σιασμός — και σασμός, ο, Ν [σιάζω / σάζω] 1. το σιάξιμο 2. παροιμ. «σιασμός αγιασμός» δηλώνει ότι η συνδιαλλαγή, ο διάλογος είναι σε κάθε περίπτωση ευλογία Θεού … Dictionary of Greek